-
1 φοινίσσω
A redden, make red, αἵματι Ἄρης πόντον φοινίξει Orac. ap. Hdt.8.77, cf. B. l. c.;χεῦμα Καΐκου Epic.Alex.Adesp.3.15
;σφάγια φ. E.
l. c.; (lyr.); empurple, :—[voice] Pass., to be or become red,μάστιγι νῶτα φοινιχθείς S.Aj. 110
;αἵματι φ. E.Hec. 151
(anap.);πόντος ναΐοις ἐφοινίσσετο σταλαγμοῖς Tim.Pers.33
, cf. Hp.Epid.7.92;καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος Theoc.20.16
;νᾶμα δ' ἐφοινίχθη Id.23.61
;τεμνόμενοι, φοινισσόμενοι, καόμενοι Porph.Abst.1.56
:—[voice] Med., [σκίλλα] φοινίξατο σάρκα Nic.Al. 254
, cf. Nonn.D.34.143.3 causal, θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει causes a hot flush, Opp.H.2.428.II intr., become blood-red, Nic.Th. 238; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοινίσσω
См. также в других словарях:
νεοθηλής — (I) νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, ές (Α) 1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῑσι δ ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.) 2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek